- ὤσεις
- ὦσιςthrustingfem nom/voc pl (attic epic)ὦσιςthrustingfem nom/acc pl (attic)ὠθέωthrustaor subj act 2nd sg (epic ionic)ὠθέωthrustfut ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… … Dictionary of Greek
κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… … Dictionary of Greek
τριχοκλασία — η, Ν ιατρ. σπάσιμο τών τριχών τής κεφαλής σε μικρή απόσταση από την έκφυσή τους, τραυματική ή ιδιοπαθής χωρίς εμφανή αίτια, η οποία εμφανίζεται κατά ώσεις, κυρίως στις μετωποβρεγματικές χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχα (ΙΙ) + κλαστία (< κλάστης < … Dictionary of Greek
φωτοδέκτης — και φωτοϋποδοχέας, ο, Ν 1. βιολ. α) αισθητήριο όργανο που αποκρίνεται στο φως, όπως είναι λ.χ. το μάτι β) κύτταρο ή τμήμα κυττάρου που είναι ευαίσθητο στο φως και εξασφαλίζει την μετατροπή τών κβάντων φωτός σε νευρικές ώσεις γ) μόριο ευαίσθητο… … Dictionary of Greek
ἰώσεις — ἴωσις refinement fem nom/voc pl (attic epic) ἴωσις refinement fem nom/acc pl (attic) ἰόω become aor subj act 2nd sg (epic) ἰόω become fut ind act 2nd sg ἰ̱ώσεις , ἰόω become futperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)